ολοτελής

ολοτελής
-ές (ΑΜ ὁλοτελής, -ές)
πλήρης, τέλειος, εντελής.
επίρρ...
ολοτελώς (ΑΜ ὁλοτελῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)-* + -τελής (< τέλος), πρβλ. νεο-τελής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁλοτελῆς — ὁλοτελής quite complete masc/fem acc pl (attic epic doric) ὁλοτελής quite complete masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελής — quite complete masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελῆ — ὁλοτελής quite complete neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ὁλοτελής quite complete masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελεῖ — ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελεῖς — ὁλοτελής quite complete masc/fem acc pl ὁλοτελής quite complete masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελές — ὁλοτελής quite complete masc/fem voc sg ὁλοτελής quite complete neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελοῦς — ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελῶν — ὁλοτελής quite complete masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁλοτελῶς — ὁλοτελής quite complete adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”